ανοικοκύρευτος

ανοικοκύρευτος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν είναι νοικοκυρεμένος, ο ακατάστατος: Ήτανε γυναίκα ανοικοκύρευτη.
2. ανύπαντρος: Ήταν ακόμη ανοικοκύρευτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανοικοκύρευτος — η, ο (για ανθρώπους) 1. ακατάστατος, ατημέλητος 2. αυτός που δεν απέκτησε νοικοκυριό, ο άγαμος, ο εργένης 3. αυτός που δεν διευθύνει με τάξη και σύνεση το σπίτι του 4. (για σπίτια) αφρόντιστος, άτακτος, ακατάστατος …   Dictionary of Greek

  • ακατάστατος — η, ο (Α ἀκατάστατος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν είναι σταθερός, ο άστατος «ακατάστατος καιρός», «ἀκατάστατον πνεῡμα» (Δημοσθ. 383.7) «ἀκατάστατος πολιτεία» (Δίον. Αλ. 6, 74) 2. αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει ακόμη ίζημα …   Dictionary of Greek

  • αγιάτικος — η, ο 1. χτήμα αφιερωμένο σε εκκλησία ή μοναστήρι. 2. έρημος, ανοικοκύρευτος: Χρόνια τώρα τα χαν αφήσει αγιάτικα τα χωράφια τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαπατσούλης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.), άνθρωπος ακατάστατος, άτσαλος, ανοικοκύρευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”